- αβράκωτος
- η , ο прям. , перен. без штанов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβράκωτος — η, ο [βρακώνω] 1. ο δίχως βρακί, ξεβράκωτος 2. πάμπτωχος, θεόφτωχος … Dictionary of Greek
αβράκωτος — η, ο αυτός που δε φορεί βρακί, ο πολύ φτωχός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
ξεβράκωτος — η, ο 1. αυτός που δε φορεί βρακί, αβράκωτος: Μην αφήνεις το μωρό ξεβράκωτο. 2. μτφ., αυτός που δεν έχει περιουσία, φτωχός: Την πήρε ξεβράκωτη. 3. κουρελής, ρακένδυτος: Περπατεί ξεβράκωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)