αβράκωτος

αβράκωτος
η , ο прям. , перен. без штанов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αβράκωτος" в других словарях:

  • αβράκωτος — η, ο [βρακώνω] 1. ο δίχως βρακί, ξεβράκωτος 2. πάμπτωχος, θεόφτωχος …   Dictionary of Greek

  • αβράκωτος — η, ο αυτός που δε φορεί βρακί, ο πολύ φτωχός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • ξεβράκωτος — η, ο 1. αυτός που δε φορεί βρακί, αβράκωτος: Μην αφήνεις το μωρό ξεβράκωτο. 2. μτφ., αυτός που δεν έχει περιουσία, φτωχός: Την πήρε ξεβράκωτη. 3. κουρελής, ρακένδυτος: Περπατεί ξεβράκωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»